συμπτωματολογικός, -ή

συμπτωματολογικός, -ή
αυτός που αναφέρεται στη συμπτωματολογία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συμπτωματολογικός — ή, ό, Ν αυτός που αναφέρεται στη μελέτη τών συμπτωμάτων τών ασθενειών. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπτωματολογία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1891 στον Θ. Τσικόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”